παλληκαράς

παλληκαράς
και παληκαράς και παλικαράς, ο, θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού
1. άνδρας τολμηρός, γενναίος
2. (ειρωνικά) άνθρωπος που παριστάνει τον γενναίο
3. το θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού
γενναία γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… …   Dictionary of Greek

  • αρειμάνιος — α, ο (Α ἀρειμάνιος, ον) νεοελλ. 1. ο ανδρείος, ο παλληκαράς («αρειμάνιοι πολέμαρχοι») 2. αυτός που προσπαθεί να επιδείξει ανδρισμό με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του («του απάντησε με ύφος αρειμάνιο», «εκάπνιζε αρειμανίως») αρχ. ο πλήρης… …   Dictionary of Greek

  • παληκαράς — ο, θηλ. παληκαρού βλ. παλληκαράς …   Dictionary of Greek

  • παλικαράς — ο, θηλ. παλικαρού βλ. παλληκαράς …   Dictionary of Greek

  • ψευτοπαλ(λ)ηκαράς — ο, Ν άτομο που παρουσιάζει τον εαυτό του ως γενναίο, ενώ στην πράξη αποδεικνύεται δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ τού ψεύτης + παλληκαράς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”