- παλληκαράς
- και παληκαράς και παλικαράς, ο, θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρού1. άνδρας τολμηρός, γενναίος2. (ειρωνικά) άνθρωπος που παριστάνει τον γενναίο3. το θηλ. παλ(λ)ηκαρού και παλικαρούγενναία γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παλληκάρι* + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.